Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Ανοργασμικέ:

Μα τι ψωλοβρόντης είσαι; Είναι ποτέ δυνατόν; Η μουνοδουλίασή σου είναι παροιμιώδης αδερφάκι μου. Και να 'σουν και πρωτάρης να 'λεγα. Αλλά τόσω χρονώ μπήχτης και ψωλαράς, πώς την πάτησες;
Πόσα χρόνια πέρασαν, θυμάσαι; Ούουου... Τουλάχιστον τόσα. Όταν στηνόσουνα μπροστά στο καινούριο σου έρικσον και περίμενες, όταν έβαζες ίντερνετ και στον καμπινέ, μην τύχει και λείψεις δυο λεπτά απ' το μέσσεντζερ κι έστελνες απεγνωσμένες φατσούλες και ταρακουνούσες την οθόνη άμα καθυστερούσε. Κι όταν, θυμάσαι τι μου 'λεγες, έμπαινες μέσα της και ήσουνα βασιλιάς κι αυτοκράτορας και τη φρόντιζες και της έκαμες πρωινό; Κι είχες παιδικό ύπνο, απονήρευτο και γαλήνιο και δε ροχάλιζες πια (έστω για λίγο μωρή μπουλντόζα) και περίμενες να ξυπνήσεις απ' το φιλί της και να γαμήσεις την πρωινή δουλειά σου (απαράδεκτα κι αψυχολόγητα παραμένουν τα ωράριά σου και δε σε βλέπω να τη βγάζεις τη δεκαετία) για τα πρωινά σας παιχνιδάκια, να περάσουν οι κατουρόκαβλες, να τελειώσει ο μαξιλαροπόλεμος και τα γούτσου-γούτσου, τα μάτσα-μούτσα, τα επιφωνήματα και τα σχετικά για να φύγεις με τη μούρη τσαλακωμένη και το χαζό χαμόγελο της ευτυχίας, ή κατ' άλλους αθλίους, του μαλάκα.
Γαμούσες τότε πού και πού, όχι σαν τώρα που τη βγάζεις τρεις φορές τη μέρα (και αν) για να κατουρήσεις, δεν είναι ακόμα για ν' αναπαύεται στα ένδοξά σου αρχίδια, τι σκατόγερος κατάντησες;
Και σαν να πέρασε ο καιρός της νιότης κι η αποχαύνωση έσπασε σαν πάγος τρίζοντας εκκωφαντικά, το γούτσου-γούτσου έγινε μπίρι-μπίρι και μουρ-μουρ και το μπαλαμούτι χουχούλιασμα κάτω απ' τα σεντόνια και καθόσουν κι έβλεπες κάθε χαζό ρομάντζο του κώλου κι ατένιζες από μακριά, στωικός πάντα, την πιθανότητα να γαμήσεις. Έδινες τόπο στην οργή και την κάβλα γιατί αγαπούσες ρε αδερφάκι, το ξέρω τι μου λες, και μαλάκωνες με τον καιρό και γίνηκες φλοκάτη και σε τύλιγε και τη ζέσταινες και σε κουβάλαγε σάμπως σε κρατούσε απ' τ' αρχίδια, άντρα πράμα, και δώστου το τηγάνι σύννεφο κι ας της έκανες όλα τα χατήρια κι έτρωγες και τη γκρίνια με την κουτάλα (μα τέτοιος μαλάκας δεν περίμενα να βγεις) και συνέχιζες και την αγαπούσες.
Γιατί ντρεπόσουνα να μου τα πεις νωρίτερα να λάβουμε τα μέτρα μας, η γυναίκα είναι σαν το μηχανάκι, αν δεν το στρώσεις απ' την αρχή τον ήπιες, δε στροφάρει καλά, τι χαυταλεύρας που είσαι, να σου κάνει τέτοια και να τα καταπίνεις, κορδελάκια και τσιριμώνιες το άβγαλτο και να μην το ντείρεις από νωρίς, καλόμαθε και σε καβάλησε αρχιτσουτσούνελκτε που νόμιζες ότι θ' αλλάξει και θα μάθει, ψωλοκόπανε, μέχρι που σού γιν' η ψωλή μελιτζανιά και τα 'χασες απ' τις ορμόνες και το 'ριξες στα τσίπουρα μωρή μπεκροκανάτα.
Έτρεχες σαν τον τρελό να προλάβεις τα πάντα και να είσαι καλός και δραστήριος και να τη βγάζεις απ' το βάλτο να της δείχνεις να ξεστραβωθεί και μόνο για ταξιτζή σε ήθελε και σε κουβάλαγε για να της κουβαλάς σαν το χαμάλη τα ψώνια και καλό ψώνιο κι εσύ ακολουθούσες, μην τυχόν και της χαλάσεις χατήρι, να τα προλάβεις όλα και να την πάρεις να την πας, να τη φέρεις και να ξαναπάς και ν' ακούσεις και μπινελίκια και γκρίνια και όρ'σε μη στα χρωστάω.
Και τώρα που λες θα τήνε στείλεις, αμήν και πότε το ξυλάγγουρο, όλο λόγια είσαι και μόλις σου κουνηθεί ξανατρέχεις, τι τελευταία ευκαιρία μου λες, όλο άτακτη υποχώρηση είσαι μωρέ, το τηγάνι πήρε το σχήμα της κεφαλής σου κι έγινε γουώκ, σιγά μην έχεις τ' αρχίδια έτσι όπως έγινες να τη σουτάρεις, σε ελέγχει και το ξέρεις. Μήπως σ' αρέσει ρε, είσαι μαζόχα και δε μας τόλεγες μωρή κουφάλα, γιατί όλο λες ότι θα κανονίσεις με τις άλλες και θα γαμήσεις όποια βρεις μπροστά σου και θα σκίσεις τα πρώτα κωλομέρια που θα πεταχτούν στο διάβα σου, μη χέσω Καζανόβα της ελεεινής μορφής, κι όλο πας και ξαναγυρνάς στη βεβαιότητα του τηγανιού σου και ρημάζεις και σαπίζεις κι έγινες αγνώριστος πια, δεν έχεις νεύρα κι ορμές και ζωή, μόνο κατηφής και υποταγμένος και σκύβεις το κεφάλι, ούτε ο Χατζηαβάτης νάσουν.
Δε σ' αντέχω άλλο, τράβα για ύπνο, τράβα ξανά και σούρσου να την παρακαλέσεις, αρκετά μου σκότισες τ' αρχίδια ρε πούστη για σήμερα, αύριο πάλι σε μένα θάρθεις και θα μού λες πάλι και ξανά και μανά τα ίδια, ίσως για να ξεσπάσεις, να ξαλαφρώσεις, λες και είμαι παπάς και μου ξεμολογιέσαι και δεν έχεις ακόμα καταλάβει, αρχιμαλάκα, το πιο απλό:
Ο έρωτας είναι σαν το χιόνι:
Θέλει πολλή προσπάθεια και κατάλληλες συνθήκες για να το στρώσει, και μόλις γίνει το πρώτο στρώμα ανθίζει κι είναι τρυφερό κι απαλό κι υπέροχο μέχρι να πολυκαιρίσει και να παγώσει και να πλάθεται δυσκολότερα κάθε ώρα κι έπειτα να λασπώσει και ν' αρχίσει να λιώνει αργά και βασανιστικά και να ενώνεται με τον κάθε άλλο βούρκο.
Άντε καληνύχτα, να πας στο καλό.

Ο υπερόπτης

Μανιβέλα, διπλή κλοτσιά και γκάζι
πήρε το ρημάδι
ξερόγκαζο, αμπεγιάζι και πρώτη
Ξεκινάς.
Σούζα, αμπραγιάζι-δευτέρα
γρήγορα τρίτη-αμπρεγιάζι, γκάζι και πάλι
σφίγγεις τα μπούτια
Γυρνάς το κεφάλι.
Σφήνα στους καθρέφτες
από ψηλά, αητός και σαγίτα
χωρίς κασίδι, δίχως σκουτάρι
Περνάς.
Και ιδού ο μαλάκας!
τυφλοί οι καθρέφτες,
τα μάτια σου πέτρες
και πας...

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Περί λογοκλοπής...

Προφητείας Παθόντος το ανάγνωσμα
Πρόσχωμεν!

Θα ΄ρθει καιρός, που θα οργώσεις τη γης κι έπειτα θα τηνε σπείρεις. Κι όντας τη σπείρεις, μαύρα κοράκια και κίσσες θα 'ρθούν απ' τον ουρανό και θα χιμήξουν με τα ράμφη τους τα άγρια και θα μαζέψουν το σπόρο και θα πετάξουν. Και θα τον πάρουν μακριά και ψηλά και θα τον πετάξουν σ' αλλουνού χωράφι που ούτε όργωσε, ούτε έσπειρε. Κι η γης θα γεννήσει κι ο οκνηρός θα θερίσει τα δικά σου σπαρτά και θα αλωνίσει και θ' αλέσει. Και θα 'ρθει η ώρα που θα πας ν' αγοράσεις το δικό σου σιτάρι. Και θα το μυρίσεις, θα το νιώσεις που είναι δικό σου πόνημα και θα βλαστημήσεις...


Δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπω δικά μου κείμενα δημοσιευμένα ατόφια χωρίς τ' όνομά μου. Καμιά φορά όμως, ξεπερνούν κάθε όριο οι κλεφταράδες! Μια βδομάδα αφού δημοσιεύτηκε μια σελίδα κείμενο σε εφημερίδα με τ' όνομά μου φαρδιά-πλατιά, βγήκε κι η "αντίπαλη" εφημερίδα, με το κείμενό μου αυτολεξί, χωρίς φυσικά όνομα... Τι να πει κανείς; Τόσα μπορούν, τόσα κάνουν!

Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Η γνώμη και η γνώση…



…τα δυο βουνά μαλώναν

Παρασκευή 4 τ’ Απρίλη 2008, Ζάγκρεμπ. Καμιά πεντακοσαριά μέτρα δυτικά απ’ την κεντρική πλατεία, ο φωτορεπόρτερ Saŝa Kralj συλλαμβάνεται, καθώς περπατούσε μαζί με τρεις ξένους φοιτητές για να πάει σ’ ένα συνέδριο δημοσιογραφίας. Φορούσε ένα μπλουζάκι που έγραφε «Το 1948 ο Στάλιν, το 2008 ο Μπους» και περνώντας μπροστά απ’ το ξενοδοχείο που θα κατέλυε οσονούπω ο πρόεδρος Μπους, τον σταμάτησαν «για έλεγχο».
Οι υπόλοιποι 70 φοιτητές δημοσιογραφίας μαζεύονται σιγά-σιγά τριγύρω κι αρχίζουν να τραβάνε φωτογραφίες. Η κροάτικη οργανωτική επιτροπή τους προτρέπει χαμηλόφωνα να συνεχίσουν το δρόμο τους, μια και όλα «ήταν εντάξει». Εκείνοι επιμένουν κι αρχίζουν να ρωτάνε τους αστυνομικούς ποιο είναι το πρόβλημα και να σχολιάζουν μεγαλόφωνα την ελευθερία του λόγου και του τύπου σε μια χώρα που φιλοδοξεί να μπει στην Ε.Ε.
Το βάρος τόσων ευρωπαίων δημοσιογράφων μαζεμένων εκεί, ασκεί την κατάλληλη πίεση ώστε ο Saŝa να αφεθεί ελεύθερος. Στο μεταξύ τον είχαν ανακρίνει, εκτός απ’ τους ντόπιους, και δύο πράκτορες του FBI, για να «ανανήψει» ευκολότερα.
Έχοντας ζήσει αυτή τη στιγμή από κοντά, έκανα μια ευθεία, αυτόματη αντιπαραβολή με την ελληνική πραγματικότητα, όπου ο Πάπας κι ο Μπους έρχονται σπάνια, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, η ταραχή κι η συμφόρηση, υπάρχει τόσο στους δρόμους όσο κι εν κρανίω. Στη χώρα, που οι άρχοντες, οι κήνσορες και πολλοί απ’ τους αποκαλούμενους μορφωμένους, αποκαλούν κοιτίδα της δημοκρατίας.
Εδώ παρουσιάζεται, την τελευταία δεκαετία τουλαχιστόν, το καταπληκτικό φαινόμενο να μπορεί κανείς πράγματι, να λέει ό,τι θέλει. Ό,τι θέλει κι ό,τι του κατέβει. Δεν έχει σημασία ούτε η ποιότητα ούτε η εγκυρότητα. Είναι η γνώμη του κι οφείλουμε όλοι να τη σεβαστούμε. Γιατί αυτό δεν είναι η δημοκρατία; Ισονομία και ισηγορία. Να μπορούν εξίσου όλοι να πουν την άποψή τους. Αυτό μαθαίνουμε στα σχολειά κι αυτό ακολουθούμε. Όχι πια την ελευθερία του λόγου, μα την ασυδοσία του μπουρδολόγου.
Τα αίτια αυτής της τραγικής (μα καθόλου κωμικής) κατάστασης, πρέπει να αναζητηθούν. Γιατί οφείλω, αν δηλαδή δε θέλω να χαρακτηριστώ φασίστας, γερμανοτσολιάς ή χουντοβασιλικός (ακόμα κι αυτοί δικαιούνται να μιλήσουν!), να δεχτώ ως ισάξια, την ασπάζομαι ή όχι αδιάφορο, την άποψη του παράγοντα μαλάκα ότι η Γη είναι τρίγωνη και γεμάτη κρέμα, σαν γλυκό απ’ το Πανόραμα;
Μήπως φταίει ο συνταγματικός νομοθέτης, που επιτρέπει σε όλους να μιλούν; Μάλλον όχι, γιατί αν δεν το επέτρεπε, δε θα είχαμε δημοκρατία. Φταίνε τα ΜΜΕ που καλούν στις εκπομπές τον κάθε αμπελοφιλόσοφο και τον αφήνουν να λέει τα δικά του, μπας κι ανέβει η τηλεθέαση; Ίσως, πάντως αν δε φιλοξενούσαν και τέτοιους τύπους, ή τους έκοβαν, θα μιλούσαμε για δικτατορία του Λαμπράκη. Φταίνε οι πολιτικοί που ανταλλάσουν, ως πολυβόλα σε βολή κατά ριπάς, δεκάδες ανοησίες το λεπτό, που λίγους ενδιαφέρουν, πολλούς αφορούν, μα κανείς δεν μπορεί να ελέγξει;
Μόνον η κακή μας η συνήθεια κι η βαθειά μας η αμάθεια, που καθόμαστε και τους ακούμε φταίει. Το ότι η συλλογική συνείδηση έχει επιτρέψει να υπάρχει γνώμη χωρίς να προϋπάρχει γνώση. Το στρεβλό του να παίρνουμε στα σοβαρά μετρήσεις κοινού σαν και την παρακάτω:
ΕΡ.: Τι γνωρίζετε για το Ευρωσύνταγμα;
ΑΠ.: Δεν έχω ακουστά
ΕΡ.: και πώς το βρίσκετε;
ΑΠ.: Ε, δε νομίζω ότι θα είναι καλό, είμαι αντίθετος γιατί… (μπλα-μπλα-μπλα)
Το αποτέλεσμα 85% κατά του Ευρωσυντάγματος και οι δυόμισι ώρες ξεροστάλιασμα μπροστά στην τηλεόραση ν’ ακούσουμε την βαθυστόχαστη ανάλυση και το συνεπακόλουθο ξεμάλλιασμα, συμπληρώνουν τη σύνθεση της αποσύνθεσης.
«Οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, όλοι έχουν από μια», που λέει κι ο λαός. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι ποια είναι τα όρια της ελευθερίας, ούτε το ποιος τα ορίζει, όσο η στρεβλή δημοκρατική πεποίθηση, η έλλειψη γνώσης μέσα στη γνώμη κι η απαιδεψιά του, κατά τ’ άλλα συμπαθούς, Νεοέλληνα.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

Συν-εργασία με φαντασία

για το μάθημα: Υλικός Πολιτισμός ΙΙ, επίσης περσινό, αλλά όχι ξυνό...

Ξεκινώντας να γράψω τούτο το κείμενο, που θα πρέπει να παρουσιάζει και να σχολιάζει τη θεματολογία του μαθήματος, βρέθηκα μπροστά σε σημαντικά διλήμματα: θα πρέπει να μιλήσω συνολικά ή προοδευτικά, να σχολιάσω στο τέλος ή βήμα-βήμα, ν’ αναφερθώ στα του δεύτερου εξαμήνου ή γενικά; Συνειδητοποίησα στην πορεία πως το αντικείμενο είναι τόσο δεμένο κι ενιαίο που δεν θα μπορούσα να το δουλέψω κομμάτι-κομμάτι κι ότι και να μην ήταν, πάλι μόνο συνολικά θα ήταν δυνατό να εκφέρω άποψη.

Δυσανασχετούσα απ’ τον Οκτώβρη με τον τίτλο του μαθήματος. Αδυνατούσα να καταλάβω τη σχέση του «Υλικός Πολιτισμός» με τους σπίνους του Δαρβίνου και τα κοινωνιοβιολογικά. Περίμενα μάλλον κάτι σε ιστορία της τεχνολογίας σε συνδυασμό με κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα κι όλο το πακέτο σαν κλειδί για να μιλήσουμε για σύγχρονα φαινόμενα που άπτονται του υλικού πολιτισμού. Έπρεπε να φτάσει Ιούνης για να μαζέψω στο κεφάλι μου το ζουμί του μαθήματος και να δικαιολογήσω στη συνείδησή μου τον τίτλο.
Μιλώντας για την εξελιχτική θεωρία και το ζήτημα της επι[βίωσης-κράτησης] θυμήθηκα ξανά την ιστορία του Μόγλη. Ο Σερχάν, είναι ο βασιλιάς της ζούγκλας, ο κραταιός κι αναμφισβήτητος κυρίαρχος. Ο Μόγλη είναι ένα πλάσμα χωρίς τρίχωμα, δόντια και νύχια, που δεν μπορεί να τρέξει, να δει ή να μυρίσει όπως τα υπόλοιπα της ζούγκλας και λογικά είναι καταδικασμένο να καταβροχθιστεί απ’ την τίγρη. Μαθαίνοντας όμως το Νόμο, αναγκάζοντας τον εαυτό του να ζήσει σα λύκος στην Αγέλη και χρησιμοποιώντας ως πλεονεκτήματα τις αδυναμίες του, τελικά σκοτώνει το Σερχάν και παίρνει τη θέση του. Όπως στη μυθοπλασία του Κίπλιγκ, έτσι και στη φύση, ο πιο δυνατός επιβιώνει βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα, τη βγάζει καθαρή αυτός που μπορεί να προσαρμοστεί.
Το Μόγλη, τον έσωσε εν πολλοίς η Αγέλη. Η συνεργασία στο πλαίσιο της ομάδας, η ανταλλαγή δυνάμεων κι ιδεών, η προσφορά του «ταλέντου» του κάθε μέλους είναι οι βάσεις για την πρόοδο της ομάδας. Κάθε μέλος έχει οπωσδήποτε μία ιδιαίτερη ικανότητα, η οποία μπορεί αν αθροιστεί με των υπολοίπων να δώσει το βέλτιστο αποτέλεσμα. Στην πράξη, όμως, η πράξη αυτή περιέχει και πολλές αφαιρέσεις: είμαστε πάντα μείον τα ελαττώματα ή τα συμφέροντα του καθενός. Η βλακεία κι η κακία σκοτώνουν την πρόοδο.
Συζητήσαμε πολλές φορές για την αλτρουιστική προδιάθεση του ανθρώπου και τα κέρδη του αλτρουιστή. Δεν μπορώ να αμφισβητήσω αυτά τα δεδομένα, αλλά οφείλω να επισημάνω και την ισχυρή δόση ιδεαλισμού που περιέχουν. Συνήθως οι άνθρωποι κοιτάζουν το ίδιον συμφέρον κι απέχουν πολύ απ’ το «είμαστε στο εμείς κι όχι στο εγώ» του Μακρυγιάννη. Επίσης πολλές φορές, κυριαρχεί αυτό που ονομάζω βλακεία με άποψη, το οποίο είναι ακαταμάχητο κι ανίκητο.
Ακόμα και στις περιπτώσεις που οι άνθρωποι βάζουν πράγματι στην μπάντα τα προσωπικά τους συμφέροντα κι ενεργούν αλτρουιστικά, δεν πιστεύω ότι κυριαρχεί το λογικό τους, το οποίο επικαλεστήκαμε για ν’ αποδείξουμε τα κέρδη του αλτρουιστή. Μάλλον το συναίσθημα ή το φαντασιακό τους προτάσσεται, καθώς θεωρούν παράλογο αυτό το «κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γυαλό».
Μεγάλο, επίσης, ζήτημα, είναι το αν και πώς μπορεί να κρίνει ο καθένας (αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει κεντρικός νους) ή το σύνολο ποιο είναι το προτέρημα του κάθε ατόμου για να το προσφέρει στον κοινό σκοπό. Συνήθως, η αυτοκριτική απουσιάζει για ψώνια στο Λονδίνο και κυριαρχεί ο παράγων «πανταξερολόγος» του καθενός μας. Δεν μπορούμε να φιλτράρουμε τις αρετές απ’ τις κακίες κι αυτό το ίζημα μολύνει τη σούπα της ομάδας. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη τραγωδία της Πάρνηθας, κάποιος βλαξ δημοσιογράφος έκανε με πρωτοβουλία του έκκληση για εθελοντές και ξαφνικά γέμισε το τελεφερίκ με μαχίμια που έσκασαν μύτη με τη σαγιοναρίτσα, το σορτσάκι και μια πετσετούλα για να σβήσουν φωτιά. Το πλήθος αυτό των ανεκπαίδευτων κι άρα επικίνδυνων, κατά τ’ άλλα ίσως πρόθυμων ανθρώπων, το μόνο που κατάφερε είναι ν’ απασχολήσει την πυροσβεστική με το πώς να τους διώξει. Κάπου εκεί άρχισαν ν’ αποκαλούν τους πυροσβέστες ανίκανους και δασοκτόνους, καθώς εκείνοι «ήξεραν» τι πάνε να κάνουν και πώς.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο παράγων «πανταξερολόγος» αρνείται να καταλάβει πως το καλύτερο που έχει να κάνει αν δεν έχει σχέση με το αντικείμενο είναι να μείνει σπίτι του, αν μη τι άλλο, για να μη μπουκώνουν οι δρόμοι και να μπορούν να φτάσουν στο συμβάν εκείνοι που μπορούν να προσφέρουν. Ο «βλάκας με άποψη», προβάλλει στο σημείο αυτό την εθελούσια προσφορά του ως δικαιολογία της ανεπάρκειάς του και θεωρεί ότι απαλλάσσεται της ευθύνης.
Εδώ μού ’ρχεται στο μυαλό και η εργασία που κάναμε με τη Ζωή στο πρώτο εξάμηνο, για το κυκλοφοριακό. Θυμάμαι το συμπέρασμα, ότι αν ο κάθε οδηγός κινούνταν με σταθερή ταχύτητα, χωρίς να «κολλάει» στο μπροστινό, να κάνει «σφήνες» και τα τοιαύτα, η ροή θα ήταν ομαλή κι όλοι θα έφταναν πιο γρήγορα στον προορισμό τους. Αυτή η άτυπη συνεργασία, το «πάω αργά γιατί βιάζομαι» που λέμε και στα πεζοπόρα δασοπυρόσβεσης κι όχι ο τροχονόμος ή τα αυτόματα οχήματα που θα τα καθοδηγεί κεντρικός υπολογιστής, ίσως είναι η λύση.
Είναι ένα άθροισμα «σωστών» συμπεριφορών του καθενός ξεχωριστά που δίνει «σωστό» χαρακτήρα στο σύνολο. Το κοινωνικό παιχνίδι, δεν είναι ζάρια, ο νικητής τα παίρνει όλα, «winner takes all». Είναι παιχνίδι μη μηδενικού αθροίσματος, παιχνίδι που η κίνηση του κάθε παίχτη αυξάνει το σύνολο των κερδών, για όλους. Η πίττα μεγαλώνει, επομένως το καθαρό μερίδιο του καθενός αυξάνεται.
Το πρόβλημα όμως, σε όλα τα παιχνίδια, είναι το ποιος φτιάχνει τους κανόνες, αν οι παίκτες είναι διατεθειμένοι να τους σεβαστούν κι αν όχι, ποιος είναι ο διαιτητής και θεματοφύλακας κι αν, φυσικά, κάνει σωστά τη δουλειά του. Η παρανομία είναι ένας πολύ γλυκός καρπός στο δέντρο της ζωής κι ο πειρασμός βασιλιάς αυτών που οι θεολόγοι ονομάζουν διαβλητά πάθη.
Στο κοινωνικό παιχνίδι, σύμφωνα με όσα έχουμε πει, τους κανόνες διαμορφώνει η ίδια η κοινωνία, βάσει των αναγκών και των στόχων της. Απ’ τα επιμέρους «επειδή» και «για να», απ’ τα αναγκαστικά και τα τελικά αίτια, η κοινωνική συνείδηση, η ηθική, ο χρόνος ή η θυμοσοφία, αν προτιμάτε, καταλήγουν στη θέσπιση ή θέσμιση προτύπων συμπεριφοράς. Τα πρότυπα αυτά, ονομάσαμε νόρμες και σύμφωνα μ’ αυτά κινούμαστε στις κοινωνικές μας δραστηριότητες.
Το σύνολο των κανόνων που προκύπτουν απ’ αυτές, γίνεται κτήμα μέσα από τη χρόνια διαδικασία της κοινωνικοποίησης και αφομοιώνονται ουσιαστικά υποσυνείδητα. Πολλές φορές, ορισμένοι δεν τηρούν τη νόρμα και τιμωρούνται σύμφωνα μ’ αυτήν, από τους θεματοφύλακές της. Εδώ είναι ένα δύσκολο θέμα με το οποίο τριφτήκαμε: η υπόθεση της αλληλεγγύης, της φιλαλληλίας και το μέτρο της.
Αν ο διπλανός σου αντιγράφει στις εξετάσεις, πρέπει να τον καρφώσεις; Παραβιάζει τους κανόνες και μάλιστα εις βάρος του συνόλου. Απ’ την άλλη, αν τον καρφώσεις, πού πήγε το πνεύμα συνεργασίας; Αν τον καρφώσεις, κερδίζεις τίποτα ουσιαστικό ως άτομο; Μέσα απ’ το δίλημμα του φυλακισμένου, που πολλές φορές επανήλθε στην κουβέντα του μαθήματος, μπορούμε να διακρίνουμε το πρόβλημα της «κουτσής» κοινωνικής συνείδησης. Απ’ τη μια αισθανόμαστε μειωμένοι απ’ την αδικία, απ’ την άλλη διστάζουμε να ρουφιανέψουμε, γιατί παραβιάζουμε αυτόματα τη νόρμα της φιλαλληλίας.
Πιστεύω όμως, ότι το να «δώσει» κανείς τον παραβάτη, δεν είναι σφάλμα, φτάνει η παρανομία να είναι τέτοια που να το δικαιολογεί και η κατάδοση να μην έχει εκδικητικό σκοπό. Μια εκδικητική κοινωνία άλλωστε, μόνο πίσω μπορεί να πάει. Και πιστεύω πως η τιμωρία του παραβάτη δεν είναι τόσο ωφέλιμη για το σύνολο, όσο για τον ίδιο τον μπαγαπόντη. Χρειάζεται την τιμωρία για να λυτρωθεί απ’ τις Ερινύες και να ολοκληρώσει τον εσωτερικό, ψυχολογικό κύκλο της παρανομίας.
Αυτή η διαδικασία κοινωνικής ευθιξίας όμως, είναι αρκετά επικίνδυνη, καθώς πολύ εύκολα αντί για κοινωνία ευσυνείδητων, μπορεί να δημιουργηθεί, με τις κατάλληλες ενέργειες κακόβουλων στελεχών, μια κοινωνία χαφιέδων. Οι Νενέκοι υπάρχουν πάντα ανάμεσά μας και κρύβονται συνήθως κάτω από όμορφες προβιές. Όμως η αρχέγονη διαδικασία της Ύβρης και της Νέμεσης, μάλλον θα συνεχίσει να εξουσιάζει τα ανθρώπινα πράγματα.
Μέσα απ’ τη μελέτη αυτών κι άλλων φαινομένων, καταλήξαμε να χρησιμοποιούμε το βαρύγδουπο αλλά γοητευτικό όρο «ακουσίως προκύπτουσες τάξεις». Τάξεις στη φύση ή την κοινωνία (πολλές φορές αυτά τα συστήματα είναι ισόμορφα) οι οποίες προκύπτουν όχι βάσει κεντρικού σχεδιασμού, αλλά από μόνες τους, με την εξέλιξη. Η διαδικασία της δοκιμής και του λάθους είναι ο μοχλός που σηκώνει το φορτίο της εξέλιξης κι οι κανόνες που διέπουν το πείραμα, η δικλίδες ασφαλείας.
Η εξέλιξη των ειδών, η ταξινομητική μηχανή που λέγεται εγκέφαλος και η αγορά, είναι τέτοιες, ακουσίως προκύπτουσες τάξεις. Η γνώση μας για τον κόσμο, αν και εμπειρική, δείχνει πως ένα ελεύθερο σύστημα με βασικούς κανόνες λειτουργίας, δουλεύει από μόνο του ικανοποιητικά, με τάση να ισχυροποιείται, αφού δοκιμάζει κι αποκλείει τις προτεινόμενες λύσεις. Η ιστορία επίσης, έχει δείξει, τουλάχιστον στο πεδίο της τεχνολογίας, πως οι επικρατούσες λύσεις, δεν είναι πάντα οι βέλτιστες, αλλά οι πιο βολικές για την ταχύρρυθμη ανάπτυξη του συστήματος.
Ειδικά στο ζήτημα της αγοράς, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τη Νεωτερικότητα, το πρόβλημα του κεντρικού σχεδιασμού υπήρξε κεντρικό σημείο διαμάχης. Απ’ τη μια αυτοί που πιστεύουν πως μια ελεύθερη αγορά αυτορυθμιζόμενη μπορεί να προοδεύσει, όχι χωρίς προβλήματα, αλλά ικανοποιώντας τις ανάγκες όλο και περισσότερων ανθρώπων. Απ’ την άλλη όσοι απ’ την πράξη είδαν ότι η αγορά δύσκολα αυτορυθμίζεται και για επιβιώσουν όλοι χρειάζεται ένας αυστηρός κεντρικός σχεδιασμός, ο οποίος θα περιορίζει στο ελάχιστο τα σφάλματα και θα φροντίζει ακριβοδίκαια τις ανάγκες της κοινωνίας.
Τα προβλήματα που προκύπτουν είναι πολλά. Ποιος ορίζει το κεντρικό σχέδιο, με τι στόχους και προτεραιότητες και στο κάτω-κάτω, ποιος ορίζει αυτόν τον πεφωτισμένο δεσπότη και με τι κριτήρια. Ο εφαρμοσμένος σοσιαλισμός, δεν απέχει πολύ απ’ τον Πρίγκηπα του Μακιαβέλι ή τον Λεβιάθαν του Χομπς. Φυσικά, ο θεωρητικός μαρξισμός, απέχει παρασάγγες απ’ την εφαρμογή του, αποδεικνύεται όμως ουτοπικός.
Το φιλελεύθερο μοντέλο πάλι, ακούγεται δελεαστικό, καθώς οι άξιοι και δουλευταράδες μπαίνουν μπροστάρηδες και τραβάνε δυνατά το κοινωνικό άρμα μπροστά. Τι γίνεται όμως, όταν η δίψα για το κέρδος ξεπεράσει κάθε ηθική αναστολή και στρεβλώσει το σύστημα; Όταν δεν υπάρχουν ίσες ευκαιρίες και οι κανόνες της αγοράς καταβαραθρώνονται στο όνομά της; Δεν γίνεται, σε πραγματικές συνθήκες, να φτιαχτεί μια ιδανική αγορά, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν ιδανικοί άνθρωποι για να τη λειτουργήσουν. Οι τελευταίοι αιώνες καπιταλισμού, έχουν δείξει πως οι καπιταλιστές δεν είναι ούτε καλοί, ούτε κακοί, απλώς καπιταλιστές.Για να φτιάξουμε μιαν ελεύθερη αγορά, η οποία πράγματι θα τραβήξει τον κόσμο μπροστά, χωρίς να τον πατήσει σα σκουλήκι πρώτα, θα πρέπει να φτιάξουμε μιαν ομάδα ανθρώπων ανεξίκακων κι ανιδιοτελών, αν αυτό γίνεται, και να τη βάλουμε σ’ ένα κλειστό, ανεπηρέαστο σύστημα, έχοντας δώσει σε όλους ίσα αρχικά ποσά και τεχνογνωσία. Τότε και μόνον τότε, ο ανταγωνισμός θα είναι ορθός κι οι κανόνες δε θα πατηθούν από μόνοι τους. Τότε και μόνον τότε, μια πραγματικά φιλελεύθερη κοινωνία θα είναι πραγματικότητα κι όχι ουτοπία.
Και τα δύο συστήματα, το σοσιαλιστικό και το καπιταλιστικό, έχουν αποτύχει στην ουσία τους γιατί ξεχνάνε το σοφό λαό που από πολύ παλιά λέει: «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».
Οι άνθρωποι, όπως μας δείχνει καθαρά η ιστορία του Πολιτισμού, είναι έλλογα όντα, άλλα όχι κατ’ ανάγκην λογικά. Η λογική πράγματι λέει ότι όλοι μαζί, χέρι-χέρι και με τον καθένα να προβάλλει τα ταλέντα του και τη δουλειά του, μπορούμε να προοδεύσουμε. Όμως ο άνθρωπος, συνήθως λειτουργεί με το ορμέμφυτο ή το συναίσθημα, παρασύρεται από τον ψυχισμό και τις διαταραχές του και χρησιμοποιεί τη λογική μόνο για να τις δικαιολογήσει. Όσοι λένε «Μεσαίωνας γίναμε», πλανώνται πλάνην οικτρά: τα χειρότερα εγκλήματα, έγιναν στον 20ο αιώνα και τείνουν να συνεχιστούν στον 21ο, όχι στο Μεσαίωνα.
Ο Νόμος της Ζούγκλας είναι αμείλικτος. Όποιος τον παραβεί, άμεσα ή έμμεσα, τιμωρείται. Εκεί που χωράει συζήτηση, είναι ψηλά, στο βράχο του Συμβουλίου, που ο κύκλος της Αγέλης αποφασίζει για τη ζωή των λύκων. Ο Ακέλα, καλεί τους λύκους να μιλήσουν και ν’ αποφασίσουν και να φύγουν ξανά μαζί για νέα κυνήγια.
Η ανθρώπινη πρόοδος, είναι πραγματικότητα μόνο στο υλικό επίπεδο κι εντελώς σχετική. Τα ένστικτα, η φαντασία κι η σεξουαλικότητά του είδους μας δεν μπόρεσαν να χαλιναγωγηθούν από αυτοκράτορες, δυνάστες, γενικούς γραμματείς, αρχιερείς ή τη νεωτερικότητα, τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα τα καταφέρει η βιοπολιτική του 21ου αιώνα; Και γιατί να τα καταφέρει;

Η μεγάλη μπιρίμπα

[Άρθρο ή δοκίμιο; Σίγουρα όχι επιστημονικό κείμενο, ούτε και δημοσιογραφικό. Είναι η συζήτηση για ένα ζήτημα, με μια γενικότερη θέση, άρα δοκίμιο (δοκώ ή δοκιμάζω ή και τα δύο;) και λίγο χρονογράφημα. Εξάλλου, η φόρμα είναι για να καλουπώνονται οι ιδέες, όχι για να παγιδεύονται…]


Αδιαμφισβήτητος θεωρείται ο δομικός ρόλος της επικοινωνίας στη σύγχρονη κοινωνία. Επικοινωνία με τους πολίτες, τους καταναλωτές, με το συνάνθρωπο. Οι διάφορες εκφάνσεις της επικοινωνίας, είτε πρόκειται για δημόσιες σχέσεις, διαφήμιση, πολιτική ή το διαδίκτυο, αποτελούν κινητήριους μοχλούς για το οικονομικό, το πολιτικό και το εν γένει κοινωνικό γίγνεσθαι.
Η συζήτηση για το επικοινωνιακό φαινόμενο είναι –εκτός από ένα φλέγον θέμα της επιστημονικής και της πολιτικής ατζέντας– και ένα χαρτί στα χέρια διάφορων συνομιλητών, περισσότερο ή λιγότερο ενημερωμένων, που θεωρούν ότι το να το πετάξουν τους απαλλάσσει απ’ την ευθύνη. Στο σημείο αυτό, αρχίζει πλέον η συζήτηση για επικοινωνιακά παιχνίδια, ο εξορκισμός των δημοσίων σχέσεων ως, τουλάχιστον, δαιμόνων και η λογική της συνολικής απεμπόλησης οτιδήποτε σχετικού.
Η ρητορική που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια γύρω απ’ τον φρέσκο κλάδο της διαφήμισης και των δημοσίων σχέσεων, εκθείαζε τις δυνατότητες πειθούς αυτών των ειδικοτήτων και προσπαθώντας να φέρει το ευρύ κοινό κοντά στη λογική και τα εργαλεία τους, κατάφερε μάλλον ν’ ανοίξει σιγά-σιγά μια μετα–συζήτηση για το αντικείμενο. Ο κοινός νους –ως υποψιασμένος επειδή έπαθε κι έμαθε, ή καχύποπτος κι απαισιόδοξος, ό,τι προτιμάτε– εκλαμβάνει τη δυνατότητα πειθούς, ιδίως όταν εμφανίζεται κυρίαρχη και παντοδύναμη, ως δυνάμει κακόβουλη και σίγουρα υστερόβουλη.
Έτσι δημιουργούνται δύο «στρατόπεδα», όχι τόσο φυσικών προσώπων, όσο ιδεών γύρω απ’ το αντικείμενο. Απ’ τη μία, η γραμμή υπεράσπισης της εφαρμοσμένης επικοινωνίας, όλοι όσοι βλέπουν τη λειτουργία και τη λειτουργικότητα ενός τέτοιου εργαλείου στους μοντέρνους καιρούς. Είναι οι παίχτες που ανοίγουν στην πρώτη ευκαιρία τα χαρτιά τους, για να κάνουν πιο ενδιαφέρον το παιχνίδι κι ελπίζοντας στην συνεργασία. Η επικοινωνία εξασφαλίζει γι’ αυτούς μια πλανητική παραγωγή, συμβίωση και διακυβέρνηση, όπως ακριβώς συνέβη και με την οδοποιία στην περίπτωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Αποδίδουν στην εφαρμοσμένη επικοινωνία –είτε αναφέρεται σε οργανισμούς είτε στην κυβέρνηση– ρόλο πομποδέκτη: όχι μόνο προωθεί τα οικεία μηνύματα, αλλά δέχεται κι επεξεργάζεται όλα τα έξωθεν σήματα, σε μια διαδικασία ανατροφοδότησης της πληροφορίας, με στόχο τον κοινωνικό διάλογο και την ποιοτική αναβάθμιση, βάσει των αναγκών του κοινού. Μέσω του διαύλου που ανοίγει, οι πολίτες δίνουν τη γνώμη τους στον πομπό, τόσο για το μήνυμα, όσο και για τον ίδιο. Με την κριτική, λοιπόν, που αναπτύσσεται, προωθείται εκτός απ’ το διάλογο και μια πιο αντιπροσωπευτική στοχοθέτηση, που μπορεί ν’ αλλάξει προς τα βελτίω τα πράγματα.
Απ’ την άλλη οι (τυχο-)διώκτες της επικοινωνίας, που δέχονται την ευκαιριακή και αρνητική άποψη των πραγμάτων, που θεωρούν την επικοινωνία ως εργαλείο απάτης και χειραγώγησης του κοινού. Είναι οι παίχτες που περιμένουν να βγαίνουν ή και να κάνουν μπιρίμπα για να κατεβάσουν τα χαρτιά τους. Έχουν εκ των προτέρων υποβαθμισμένη στη συνείδησή τους την κριτική ικανότητα του κοινού και θεωρούν τη δημόσια ρητορική, ορθή ή αρνητική, ειλικρινή ή μη, ως δημαγωγία. Για κείνους, οποιαδήποτε δημόσια κίνηση ενός πολιτικού προσώπου ή μιας εταιρείας, αποτελεί επικοινωνιακό τρικ κι άρα είναι ψευδής, μεμπτή κι ανήθικη.
Μια διαφήμιση για τη χορηγία μιας εταιρείας που κατηγορείται για παρατυπίες ή παρανομίες, ένα «σκάνδαλο μέσα στο σκάνδαλο», δηλαδή στοιχεία που αναδύονται ξαφνικά εις βάρος ενός κατηγόρου ή ό,τι παρεμφερές, χαρακτηρίζονται από κείνους ως παιχνίδια και τερτίπια ενός καλοστημένου μηχανισμού προπαγάνδας και παραπληροφόρησης. Από ‘κει κι έπειτα, οποιαδήποτε προσπάθεια επικοινωνίας με υπερασπιστικό στόχο ή όχι των μαρκαρισμένων ως μπλοφαδόρων, απλά ενισχύει την κατηγορία στα μάτια του κόσμου κι αποβαίνει άκαρπη.
Πολλές φορές, πράγματι, τα επικοινωνιακά επιτελεία πολιτικών, κομμάτων ή εταιρειών καταφεύγουν σε τεχνάσματα, που αποσκοπούν πράγματι στον αποπροσανατολισμό, στο ν’ αλλάξει το επίκεντρο της συζήτησης. Μπλοφάρουν, λένε πως έχουν μπιρίμπα στα χέρια για να προκαλέσουν βεβιασμένες κινήσεις στ’ άλλα στρατόπεδα. Όμως είναι αυτός ο κανόνας; Κι αν ακόμα είναι, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το πότε κάτι που βγαίνει στα φόρα βγαίνει επίτηδες ή τυχαία;
Η αδυναμία μας αυτή, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα επικοινωνιακά τερτίπια είναι μη αποδείξιμα. Αν προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, όμως, το συλλογισμό μας, θα διαπιστώσουμε πως οι κατήγοροι της επικοινωνιακής βιομηχανίας, είναι απλά (εκούσια ή ακούσια, χωράει πολλή συζήτηση και διαφέρει κατά περίπτωση) όργανά της. Κάθε φορά που μέμφονται μια επικοινωνιακή πρακτική, στην ουσία παίζουν το ίδιο παιχνίδι κι αναμοχλεύουν τον κύκλο των επικοινωνιακών παιχνιδιών. Δεν «βγαίνουν», παρά μόνον «παίρνουν το μπιριμπάκι» για ν’ αρχίσει άλλος ένας κύκλος παιχνιδιού.
Με την εμφάνιση των ηλεκτρονικών μέσων και ιδίως του διαδικτύου, ο ρόλος της επικοινωνίας έγινε διττός: απ’ τη μία οργανώνει και τροφοδοτεί την παγκόσμια τάξη, την αυτοκρατορία κατά τον Antonio Negri, κι απ’ την άλλη ανατροφοδοτείται απ’ την παγκοσμιοποίηση σε μια διαδικασία που οι μαθηματικοί θα χαρακτήριζαν φαύλο κύκλο. «Ένα απ’ τα θαυμαστά στοιχεία της λεωφόρου της πληροφορίας είναι ότι η δυνητική ισότητα είναι απείρως ευκολότερο να επιτευχθεί από την πραγματική ισότητα. Όλοι έχουμε πλαστεί ίσοι στον εικονικό κόσμο», λέει ο Bill Gates. Η επικοινωνία είναι ο μπαλαντέρ, το πινάκλ της παρτίδας, χωράει παντού, ταιριάζει με κάθε φύλλο και μπαλώνει τα όποια κενά. Η επικοινωνία είναι πλέον ο ακρογωνιαίος λίθος της παγκόσμιας βιοπολιτικής ή για άλλους μιας παγκόσμιας δυνάμει δημο(τρομο–)κρατίας, σε κάθε περίπτωση της παγκόσμιας κοινωνίας.
Στην παγκόσμια τάξη των πραγμάτων, η επικοινωνία όχι μόνον εκφράζει, αλλά και οργανώνει τα διάφορα κινήματα, ιδέες και πρακτικές. Θα εθελοτυφλούσαμε αν πιστεύαμε ότι το είναι καθεαυτό έχει την ίδια αξία χωρίς το φαίνεσθαι. Η Ελένη δεν είναι πλέον είτε πρόσωπο είτε πουκάμισο αδειανό, ή πραγματικότητα ή νεφέλη, είναι η πραγματικότητα ενδεδυμένη το πουκάμισο–νεφέλη. Στις μέρες μας, δεν είναι με τίποτα αρκετό να είναι τίμια η γυναίκα του Καίσαρα, πρέπει και να φαίνεται.
Με αυτό ως δεδομένο και αξίωμα, οφείλουμε να λάβουμε μια πιο σκεπτικιστική στάση απέναντι στο δίπολο εφαρμοσμένη επικοινωνία – επικοινωνιακά παιχνίδια. Έχει πραγματικά νόημα να πάρουμε θέση υπέρ της μιας ή της άλλης θέσης; Ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι αληθή αλλά ούτε και ψευδή. Όπως και τα περισσότερα τέτοια δίπολα, κατέχουν ένα μόνον μέρος της αλήθειας. Συνήθως είναι οι δύο όψεις ενός νομίσματος. Και ως τέτοιες, αποτελούν μονάδα αδιάσπαστη. Μπορεί η επικοινωνία να εξεταστεί μανιχαϊστικά, ως καλή ή κακή, μαύρη ή άσπρη; Και τέλος, είναι πραγματικά αυτό το διακύβευμα;
Ο σίδηρος, μπορεί να χρησιμεύσει στο να φτιάξει κανείς τσαπιά ή σπαθιά. Η θεωρία της σχετικότητας στο να φτιάξει κανείς εργοστάσια παραγωγής ενέργειας ή καταστροφικές βόμβες. Η επικοινωνία, με δεδομένη τη γνώση που κατέχει ο άνθρωπος πάνω στο αντικείμενο είναι μια πρώτη ύλη. Μπορεί να γίνει εργαλείο ή όπλο, να χτίσει γέφυρες συνεργασίας ή να γκρεμίσει πολιτισμούς, να πληροφορήσει ή να παραπληροφορήσει, να χειραφετήσει ή να χειραγωγήσει.
Τα ζητήματα, λοιπόν, είναι δύο: η χρήση της κι η κρίση του κοινού κατά την πρόσληψή της. Το αν θα χρησιμοποιηθεί η επικοινωνία απ’ τον Γκέμπελς ή τη Διεθνή Αμνηστία ξεφεύγει απ’ τον κοινωνικό έλεγχο. Το αν, όμως, το κοινό δέχεται άκριτα ή όχι κάθε πληροφορία αποτελεί, ίσως, την ουσία της κοινωνικής παιδείας κι ένα μεγάλο ατομικό και συλλογικό στοίχημα για το μέλλον.


Περσινό, αλλά το βρήκα...

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

«Πάω Βιβλιοθήκη»

Χρησιμοποιούν οι φοιτητές τις βιβλιοθήκες; Είναι οι βιβλιοθήκες φιλικές και χρηστικές;

Ικανοποιητικές κρίνονται οι υπηρεσίες των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών από τους φοιτητές, αλλά ανοικτό μένει το ερώτημα «ποιοι φοιτητές τις χρησιμοποιούν». Στα πλαίσια της ερευνητικής διάστασης ενός πανεπιστημίου, η βιβλιοθήκη είναι θεωρητικά ένα αναπόσπαστο κομμάτι. Είναι το πρώτο μέρος που λογικά επισκέπτεται κανείς ξεκινώντας μια εργασία ή προσπαθώντας να κατανοήσει την προβληματική ενός μαθήματος.
Παρ’ όλ’ αυτά, φαίνεται πως στην ελληνική πραγματικότητα, οι φοιτητές είναι αρκετά διστακτικοί στη χρήση της βιβλιοθήκης. «Πριν 20 χρόνια που ήρθα, υπήρχε μια δυσκολία των παιδιών να μπουν. Νόμιζαν ότι είναι αποθήκη, ή κάτι παρόμοιο», μας λέει ένας απ’ τους πρωτεργάτες του σπουδαστηρίου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Τι φταίει όμως, γι’ αυτό; Ίσως το αντικείμενο των σπουδών, οι απαιτήσεις των καθηγητών, το εκπαιδευτικό σύστημα, ή η ελλιπής λειτουργία των βιβλιοθηκών.
Σύμφωνα με την έρευνά μας, αλλά και στατιστικά στοιχεία της Μονάδας Ολικής Ποιότητας Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, οι βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων σταδιακά βελτιώνουν τη λειτουργία τους με την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών, την πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού αλλά και την αύξηση των συλλογών τους.
«Είναι πολύ καλά οργανωμένη η συλλογή. Στατιστικά, όταν ελέγχουν τη συλλογή μας, έχουμε το καλύτερο ποσοστό στην ταξινόμηση κι οργάνωση της συλλογής. Είχαμε 99,96% ορθή οργάνωση σε σχέση με το Πολυτεχνείο που είχε μόνο 70% της βάσης δεδομένων σωστό. Αυτό σημαίνει ότι το σύστημα δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα του ερευνητή, να δώσει δεδομένα. Το πρόγραμμα της βιβλιοθήκης έδωσε πολύ μεγάλη πνοή. Έφερε καλό προσωπικό. Έφερε ένα πιο εξειδικευμένο προσωπικό που μπορούσε να φτιάξει μια ψηφιακή βιβλιοθήκη, να διαχειρίζεται το ηλεκτρονικό υλικό, ένα προσωπικό απ’ το οποίο μπορείς να έχεις απαιτήσεις», τονίζει περήφανα η διευθύντρια της βιβλιοθήκης του Παντείου. Στην προσπάθεια ομαδοποίησης των εργασιών και μεγαλύτερης χρηστικότητας στοχεύει κι ένα μεγαλόπνοο έργο του Πανεπιστημίου Αθηνών, η δημιουργία κοινής βιβλιοθήκης της Φιλοσοφικής Σχολής. «Θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα είμαστε πιο αυτόνομοι, από θέμα καθηγητών κι από θέμα τμήματος και θα είναι πιο εύκολες οι απαιτήσεις σ’ αυτούς που δίνουν τα χρήματα. Μια κεντρική βιβλιοθήκη το δέχεσαι ότι υπάρχει κι άρα είσαι υποχρεωμένος να καλύψεις τις ανάγκες της, ενώ τώρα το βλέπεις σαν βοηθητικό σπουδαστήριο», μας είπε η υπεύθυνη του σπουδαστηρίου Αγγλικής Φιλολογίας. Στην ίδια γραμμή κινείται κι απ’ το Βυζαντινών και Νεοελληνικών ο Βαλσαμής Βαλσαμάκης: «Είναι θετική η προοπτική δημιουργίας της κεντρικής βιβλιοθήκης, όπου αυτά τα 15 μικρά σπουδαστήρια, που εργάζονται άνθρωποι κάνοντας περίπου τις ίδιες δουλειές, θα μπορούν να λειτουργήσουν ομαλότερα. Αντί ν’ ασχολούνται 15 άνθρωποι, ένας σε κάθε σπουδαστήριο, με παραγγελίες, θα μπορεί να το κάνει ένα τμήμα.
Είμαι σίγουρος ότι ο χρήστης θα είναι πολύ πιο ικανοποιημένος σε σχέση με ό,τι έχει εισπράξει απ’ τις μικρές βιβλιοθήκες. Είναι όμορφος χώρος, με σύγχρονες προδιαγραφές. Θα είναι ενιαία η συλλογή, αυτή τη στιγμή γίνεται αναταξινόμηση όλων των βιβλίων, ώστε να μην υπάρχουν μεμονωμένα ταξιθετικά συστήματα. Θα είναι ικανοποιημένοι από όλες τις απόψεις. Θα υπάρχει αρκετό προσωπικό για να μπορεί να εξυπηρετήσει το κοινό. Θα λειτουργεί 8 με 8 περίπου και το Σάββατο. Τα σπάνια βιβλία θα βρίσκονται σε ειδικό χώρο, με την ανάλογη συντήρηση, κάτι που δεν υπάρχει μέχρι τώρα. Έχουμε ζητήσει επίσης να είναι ανοικτής πρόσβασης, να μπορεί δηλαδή ο φοιτητής να μπει να ψάξει στα ράφια. Θα βρίσκει τον ταξιθετικό αριθμό στον υπολογιστή και θα μπορεί να πηγαίνει να το πάρει μόνος του απ’ το ράφι, οπότε θα βρίσκει εκεί δίπλα κι άλλα βιβλία».
Τελείως αντίθετη, όχι στη λογική, αλλά στη χρησιμότητα μιας τέτοιας βιβλιοθήκης είναι η Ηρώ Κατσιώτη, ο άνθρωπος που κάποτε έστησε το σπουδαστήριο του τμήματος Θεατρικών Σπουδών, αλλά κυρίως έχει περάσει μια ζωή ως ερευνήτρια σε βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού. «Στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου χτίζεται μια μεγάλη βιβλιοθήκη, πανεπιστημιακή. Για να χτιστεί, φυσικά, κόπηκαν πάρα πολλά δέντρα. Έχει γίνει ένα κτήριο πολυώροφο από μπετόν, που θα στεγάσει τα σπουδαστήρια που υπάρχουν σε κάθε τμήμα. Αν οι φοιτητές δεν πατάνε στα σπουδαστήρια αυτά, που είναι μέσα στη σχολή, μέσα στους χώρους που κάνουνε μάθημα, παρά ενδιαφέρονται μόνο για να μάθουν πότε θα δώσει ο κάθε καθηγητής τις σημειώσεις, πόσο μάλλον να πάνε σε άλλο κτήριο!
Οι σημειώσεις δε, οι οποίες πληρώνονται απ’ την Ε.Ε. ή τον Έλληνα φορολογούμενο, αποτελούνται από φωτοτυπίες βιβλίων που υπάρχουν (και πολλές φορές σε δεκάδες αντίτυπα) στο σπουδαστήριο. Αν δεν πατάνε ποτέ να ενημερωθούν στο σπουδαστήριο, προς τι η κεντρική. Γιατί τόσα έξοδα; Και μάλιστα τη στιγμή που έχουμε ψηφιοποίηση πολλών βιβλίων και δεν χρειάζονται οι βιβλιοθήκες, ούτε τα ράφια, ούτε το μπετόν, ούτε να ξηλώνουμε τα δέντρα τα ελάχιστα που έχουν μείνει στον Υμηττό».
Εκτός απ’ την προφανή και σημαντικότατη περιβαλλοντική διάσταση που θέτει η κυρία Κατσιώτη, μας εισάγει και σε μια άλλη προβληματική: Είναι οι Έλληνες φοιτητές πρόθυμοι και ικανοί να χρησιμοποιήσουν μια ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη;
«Κάθε φορά που έρχονται οι καινούριοι τους κάνουμε σεμινάριο. Απ’ αυτούς οι μισοί τη χρησιμοποιούν συχνά, εξοικειώνονται με το χώρο, ενώ ένα άλλο ποσοστό, απλώς τη γνωρίζει όταν έρχεται και την αποχαιρετά όταν τελειώνει, που υποχρεούται να πάρει βεβαίωση απ’ τη βιβλιοθήκη ότι δε χρωστάει βιβλία. Για Ελλάδα, το ποσοστό είναι ικανοποιητικό, αν σκεφτούμε ότι είναι μικρό το ποσοστό των παιδιών Γυμνασίου και Λυκείου που ξέρουν πώς να χρησιμοποιήσουν τη βιβλιοθήκη στις σπουδές τους.»
«Η βιβλιοθήκη χρησιμοποιείται από τους φοιτητές. Έχουμε 18000 χρήστες σε σύνολο 19000 περίπου ενεργών φοιτητών. Είχαμε δει ότι περίπου το 90% των πρωτοετών γράφεται στη βιβλιοθήκη, ένα πολύ καλό ποσοστό», μας πληροφορούν απ’ την Αγγλική Φιλολογία και το Πάντειο αντίστοιχα. Είναι όμως, οι αριθμοί ενδεικτικοί; Το μεγάλο ποσοστό που απέχει, το κάνει λόγω αλλεργίας στη σκόνη του βιβλίου ή λόγω άγνοιας;
«Το κοινό ανακυκλώνεται αλλά η νοοτροπία μένει. Αν οι σπουδές τους, οι καθηγητές και τα μαθήματα, δεν καταστήσουν απαραίτητη τη χρήση της βιβλιοθήκης, οι φοιτητές δε φταίνε σε τίποτα. Από εκεί ξεκινάει. Αν του πει ο καθηγητής ότι το διανεμόμενο σύγγραμμα φτάνει, δεν τον ωθεί, δεν τον αναγκάζει να χρησιμοποιήσει τη βιβλιοθήκη. Η ανάγκη θα φέρει τη χρήση», δηλώνει κατηγορηματικά η υπεύθυνη του σπουδαστηρίου Αγγλικής Φιλολογίας.
«Θα ήταν πολύ σημαντικό οι φοιτητές να έχουν εξοικειωθεί απ’ τους ίδιους τους καθηγητές τους για το τι σημαίνει έρευνα. Δε φταίνε τα παιδιά, αλλά στη μέση εκπαίδευση δε δίνουν καμία σημασία. Κι όταν φανεί η ανάγκη για την έρευνα, ώστε να ολοκληρώσει ουσιαστικά τις σπουδές του ο φοιτητής, δεν ξέρει τι να κάνει», συμφωνεί ο Βαλσαμής Βαλσαμάκης.
«Έχουμε και μέλη ΔΕΠ που προτιμούν να κάνει κάποιος εργασία, κάτι που δεν υπάρχει σε άλλα πανεπιστήμια», μας λέει η διευθύντρια της βιβλιοθήκης του Παντείου, στο οποίο φαίνεται να έχουν βρει λύση στο πρόβλημα. Την ίδια άποψη φαίνεται να έχουν και φοιτητές του ΕΜΠ για τη δική τους βιβλιοθήκη, την οποία χρησιμοποιούν τακτικά.
Ακόμα, όμως, κι αν απαιτείται η χρήση της βιβλιοθήκης για την πρόοδο των σπουδών, πόσο εύκολα προσεγγίζει ο φοιτητής την πληροφορία; Στον αιώνα της υπερπληροφόρησης, η έννοια της έρευνας αποκτά μια άλλη διάσταση: γίνεται προσπάθεια απομόνωσης κι αξιολόγησης της πληροφορίας. «Τώρα πια το ζήτημα στις βιβλιοθήκες είναι να βοηθήσουν τους χρήστες τους να φτάσουν στη σωστή πληροφορία και να την αξιολογήσουν», τονίζει η διευθύντρια της βιβλιοθήκης του Παντείου.
Η πρόσβαση αυτή γίνεται πλέον απαραίτητα με τη χρήση υπολογιστικών συστημάτων, τα οποία στηρίζονται εν πολλοίς και στη χρήση του διαδικτύου. Όσες βιβλιοθήκες επισκεφθήκαμε, παραπονέθηκαν για ελλιπή τεχνική υποστήριξη. Το σύστημα υποστηρίζεται από άλλες υπηρεσίες, που δεν λειτουργούν πάντα ικανοποιητικά, ενώ οι δικοί τους υπολογιστές συντηρούνται από, τυχόν, δικό τους προσωπικό, Ειδικό Τεχνικό Προσωπικό που κατά καιρούς απασχολεί το τμήμα ή εξωτερικούς συνεργάτες.
Η τύχη ή η ατυχία (και σίγουρα όχι το ανύπαρκτο τικ του γράφοντος στον ώμο…) έκαναν την επίσκεψή μας στις βιβλιοθήκες να συμπέσει με κατάρρευση του δικτύου. Το φαινόμενο, όπως μας βεβαίωσαν όλοι, είναι πολύ σπάνιο και συνήθως διορθώνεται αρκετά γρήγορα. Επίσης βέβαιο, όμως, είναι ότι τα πάντα παγώνουν αν «πέσει» το σύστημα. Ευρετήριο, δανεισμοί, επιστροφές, καταλογογράφηση, τα πάντα. «Πρέπει να ανανεώσουμε τον εξοπλισμό. Αργούν οι διαδικασίες», μας λέει με αγωνία η διευθύντρια της βιβλιοθήκης του Παντείου.
Καθώς ο ψηφιακός κόσμος προχωρά ακάθεκτα, ίσως στο μέλλον οι βιβλιοθήκες να χρησιμεύουν μόνο για την αποθήκευση των παλαιών βιβλίων, καθώς οι πληροφορίες θα βρίσκονται στο διαδίκτυο. Ήδη, υπάρχει ένας ορυμαγδός πληροφοριών προσβάσιμος απ’ τον καθένα. Τόσες πληροφορίες, ακριβείς ή όχι, αληθείς η ψευδείς, που η απέραντη, αέναη, αχανής και αιώνια Βιβλιοθήκη του Μπόρχες μοιάζει μ’ ένα μόνο ράφι του παγκόσμιου ιστού.
Το αχανές και χαοτικό αυτού του κόσμου, ίσως τελικά οδηγήσει τον κάθε ερευνητή, φοιτητή ή διδάκτορα, ξανά πίσω στη μαγεία του ραφιού, της σκόνης που μένει στο δάχτυλο καθώς ξεφυλλίζει το βιβλίο, του άγριου «σουτ» του βιβλιοθηκάριου, του αρώματος που αφήνει πίσω της η κοπελιά περνώντας στους διαδρόμους και σε κάνει να σηκώσεις το βλέμμα σου.

εργασία για το Εργαστήριο Δημοσιογραφίας Ι